αντικρούστης
Смотреть что такое "αντικρούστης" в других словарях:
αντικρούστης — ο 1. ο αντίπαλος 2. ο άνεμος που πνέει με διαφορετική κατεύθυνση απ αυτή που φυσούσε ο προηγούμενος … Dictionary of Greek
αντικρούστης — ο 1. ο αντίπαλος 2. ο άνεμος που πνέει με διαφορετική κατεύθυνση απ αυτή που φυσούσε ο προηγούμενος … Dictionary of Greek